κινηθμός

κινηθμός
κῑνηθμός
1 movement

συνδρόμων κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν P. 4.208


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κινηθμός — κινηθμός, ὁ (Α) κίνηση, ορμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινη (πρβλ. ε κινή θην, παθ. αόρ. τού κινῶ) + επίθημα θμός (πρβλ. βρυχη θμός, ελκη θμός)] …   Dictionary of Greek

  • -θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • κινηθμόν — κῑνηθμόν , κινηθμός motion masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”